ὥστε

ὥστε
ὥστε,
A as Adv., bearing the same relation to ὡς as ὅστε to ὅς, and used by Hom. more freq. than ὡς in similes, when it is commonly written divisim, and is relat. to a demonstr. ὥς: sts. c. [tense] pres. Indic., Il.2.459 sq., 12.421, 13.703: sts. c. [tense] aor.,

ὥς τε λέων ἐχάρη 3.23

: sts. c. subj. [tense] pres. or [tense] aor., 2.474 sq., 11.67, 16.428, Od.22.302: all three usages combined in one simile, with varied construction, Il.5.136-9:—the verb is sts. omitted,

λάμφ' ὥς τε στεροπή 10.154

: this usage of ὥστε is chiefly [dialect] Ep. (Pi. uses ὧτε, q. v.), but it occurs in Alc.(?)27 (prob.), B.12.124 and sts. in Trag.,

κατώρυχες δ' ἔναιον ὥστ' ἀήσυροι μύρμηκες A.Pr.452

, cf. Th.62, Pers. 424, Ch.421 (lyr.), S.OC343, Ant.1033, Tr.112 (lyr.).
II to mark the power or virtue by which one does a thing, as being, inasmuch as, like ἅτε, τὸν δ' ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη ῥεῖα μάλ', ὥ. θεός Il.3.381, cf. 18.518; ὥ. περὶ ψυχῆς since it was for life, Od.9.423;

ὥ. ταῦτα νομίζων Hdt.1.8

, cf. 5.83, 101, 6.94.
B as Conj. to express the actual or intended result of the action in the principal clause:
I mostly c. inf., so as or for to do a thing, twice in Hom., εἰ δέ σοι θυμὸς ἐπέσσυται, ὥ. νέεσθαι if thy heart is eager to return, Il.9.42; οὐ τηλίκος . . , ὥ. σημάντορι πάντα πιθέσθαι not of such age as to obey a master in all things, Od.17.21;

ῥηϊδίως κεν ἐργάσσαιο, ὥ. σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν Hes.Op.44

; ὥ. ἀποπλησθῆναι (ἀποπλῆσαι codd.)

τὸν χρησμόν Hdt.8.96

: freq. in Pi., O.9.74, N.5.1, 35, al.; also in Trag. and [dialect] Att. after demonstratives,

οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος κυρῶ ὥστ' ἄλλα χρῄζειν S.OT595

, etc.; this constr. is found in cases where (as in Il.9.42 supr. cit.) ὥστε seems superfluous; so after

ἐθέλειν, Κύπρις . . ἤθελ' ὥ. γίγνεσθαι τόδε E.Hipp.1327

; after ἔστι, for ἔξεστι, S.Ph.656; after ψηφίζεσθαι, Th.5.17; after ἐπαίρειν, E.Supp.581;

ἐπαγγελλόμενοι ὥ. βοηθεῖν Th.8.86

; after words implying request,

δεηθέντες . . ὥ. ψηφίσασθαι Id.1.119

;

πεῖσαι ὥ. συγχωρῆσαι Id.8.45

.
2 after Comparatives with ἤ, when the possibility of the consequence is denied (cf.

ὡς B. 111.2

), μέζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν woes too great for tears, Hdt. 3.14
;

μεῖζον ἢ ὥστε φέρειν δύνασθαι κακόν X.Mem.3.5.17

: but in Poetry ὥστε is sts. left out,

νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν S.OT1293

;

κρείσσον' ἢ φέρειν κακά E.Hec.1107

(rarely in Prose, Pl.Tht.149c); similarly with the Posit., ψυχρὸν ὥ. λούσασθαι too cold to bathe in, X.Mem.3.13.3; ἡμεῖς ἔτι νέοι ὥ. διελέσθαι too young to . . , Pl.Prt. 314b;

γέρων ἐκεῖνος ὥ. δ' ὠφελεῖν παρών E.Andr.80

: this ὥστε is sts. omitted after words implying comparison, ὀλίγους εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν too few . . Hdt.6.109;

ταπεινὴ ἡ διάνοια ἐγκαρτερεῖν Th.2.61

, etc.
3 ὥστε . . ἄν is used with inf., of contingencies more or less improbable,

οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε . . ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕσωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν Th.2.49

, cf. S.OT374, El.1316, D.8.35
.
4 sts. implying on condition that . . , like ἐφ' ᾧτε, παραδοῦναι σφᾶς αὐτοὺς Ἀθηναίοις, ὥστε βουλεῦσαι ὅ τι ἂν ἐκείνοις δοκῇ Th.4.37, cf. X.An.5.6.26.
II c. Indic., to express the actual or possible result with emphasis,

οὐκ οὕτω φρενοβλαβὴς ὁ Πρίαμος οὐδὲ οἱ ἄλλοι . . , ὥ. κινδυνεύειν ἐβούλοντο Hdt.2.120

(fort. delendum ἐβούλοντο)

; ἀσθενέες οὕτω, ὥ. . . διατετρανέεις Id.3.12

; οὕτως ἀγνωμόνως ἔχετε, ὥ. ἐλπίζετε . . ; are you so foolish that you expect . . ? D.2.26
,

βέβηκεν, ὥ. πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν S.OC82

, cf. OT533: freq. in X., Mem.2.2.3, al.; with ἄν and the [tense] impf. or [tense] aor. implying a supposed case,

ὥστ', εἰ φρονῶν ἔπρασσον, οὐδ' ἂν ὧδ' ἐγιγνόμην κακός S.OC271

; ὥστε οὐκ ἂν ἔλαθεν

αὐτόθεν ὁρμώμενος Th.5.6

:

ὥστε τὴν πόλιν ἂν ἡγήσω πολέμου ἐργαστήριον εἶναι X.Ages.1.26

.
2 at the beginning of a sentence, to mark a strong conclusion, and so, therefore,

ὥστ' . . ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ S.Ph.75

;

ὥστ' οὐχ ὕπνῳ γ' εὕδοντά μ' ἐξεγείρετε Id.OT 65

;

ὥ. καὶ ταῦτα λεχθήσεται Arist.Metaph.1004a22

: c. imper.,

θνητὸς δ' Ὀρέστης, ὥ. μὴ λίαν στένε S.El.1172

;

ὥ. θάρρει X.Cyr.1.3.18

, cf. Pl.Prt.311a;

ὥ. ἂν βούλησθε χειροτονήσατε D.9.70

cod.A (-ήσετε cett.); before a question,

ὥ. τίς ἂν ἀπετόλμησε . .; Lys.7.28

.
3 c. opt., with ἄν, Hdt.2.16;

βρέφος γὰρ ἦν τότ' . . , ὥστ' οὐκ ἂν αὐτὸν γνωρίσαιμ' E.Or.379

, cf. S.OT857, Ar.Ach.943 (lyr.). b. c. opt. in orat. obliq., X.HG3.5.23; after opt. in principal clause, Id.Oec.1.13.
4 with subj., in order that, in Thessalian dialect,

τὸς ταμίας φροντίσαι οὕστε . . γενειθεῖ τᾶ πόλι ἁ δόσις BCH59.38

([place name] Crannon); ἀντιλλαβέσθαι τᾶς πόλλιος (sic) οὕστε . . ἐς πάντουν ἐγλυθεῖ τοῦν δανείουν ib.p.37.
III with part., instead of inf., after a part. in the principal clause,

τοσοῦτον ἁπάντων διενεγκόντες, ὥσθ' ὑπὲρ Ἀργείων δυστυχησάντων Θηβαίοις . . ἐπιτάττοντες κτλ. Isoc.4.64

(s. v.l.); οὕτω σφόδρα μισοῦντα τοῦτον, ὥστε πολὺ δὴ (ἂν Dobree)

θᾶττον διαθέμενον κτλ. Is.9.16

;

ὥστε . . δέον D.3.1

.
IV

πόλεμος σκληρὸς ὥστε λίαν

extremely,

LXX 2 Ki.2.17

.
V in later Greek, folld. by Preps.,

Παρμένοντι κλειδὸς ὥ. ἐπὶ τὸ Διοσκούριον Inscr.Délos316.83

(iii B. C.);

ξύλον ὥ. ἐπὶ τὴν ἅμαξαν IG11(2)

287 A52 (iii B. C.); μόλυβδος ὥ. εἰς τὸ Κύνθιον ib.203A52 (iii B. C.); κριθῶν ὥ. εἰς τὰ κτήνη barley for the animals, PCair.Zen.251.5 (iii B. C.);

ὥ. εἰς ξένια φοίνικας PHal.1.7.4

(iii B. C.).
b c. dat., for, χρεία αὐτοῦ ἐστὶν ὥ. Πισικλεῖ it is needed for P., PCair.Zen.241 (iii B. C.);

ὥ. τοῖς χησίν IG11(2).287

A45 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… …   Dictionary of Greek

  • ὥστε — as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώστε — 1. σύνδ. συμπερασματικός, λοιπόν, ώστε, επομένως: Ώστε δεθα με συνοδέψεις; 2. ως επίρρ. ανταποδοτικό του τόσος ή τόσο δηλώνει συνέπεια, αποτέλεσμα: Είναι τόσοαπασχολημένος με τις δουλειές του, ώστε δεν του μένει καιρός να δει τα παιδιά του. 3. ως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. — ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. См. Бог долго ждет, да больно бьет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὥσθ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥστ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥστεπερ — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥτε — ὥστε as being doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧτε — ὥστε as being doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”